Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λοζώνω

μαζεύομαι, λουφάζω, κρύβομαι. “Τον κυνηγούσαν οι Ιταλοί, αλλά τους ξέφυγε και λόζωσε σε μια φουντωσά θάμνων”. φράση: “Έπιασε δυνατό ανεμόβροχο και λόζωσα σε μια κουφάλα ελιάς”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Λοζώνω (Ἰ. loggia) = πτύσσω, συγκεντροῦμαι ἀκίνητος καὶ σιωπῶν οἱονεὶ κρύπτων τὴν παρουσίαν μου.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.