λοζώνω
μαζεύομαι, λουφάζω, κρύβομαι. “Τον κυνηγούσαν οι Ιταλοί, αλλά τους ξέφυγε και λόζωσε σε μια φουντωσά θάμνων”. φράση: “Έπιασε δυνατό ανεμόβροχο και λόζωσα σε μια κουφάλα ελιάς”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λοζώνω (Ἰ. loggia) = πτύσσω, συγκεντροῦμαι ἀκίνητος καὶ σιωπῶν οἱονεὶ κρύπτων τὴν παρουσίαν μου.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης