λουβί (το)
ένα “αδέρφι” του κεφαλιού του σκόρδου. Το κάθε λουβί αποσπάται χωριστά προκειμένου να χρησιμοποιηθεί και έχει δικό του σκληρό περίβλημα. φράση: “Έβαλα και δύο λουβιά σκόρδο στο φαΐ μας”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λ(ου)βὶ /τὸ/ = λόβιον, ἄτομον συνθέτου καρποῦ: «ἕνα λουβὶ σκόρδο».
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Προκειμένου για σκόρδο, ένα λοβί, (όχι λουβί στην Καρυά).
Από το αρχαίο λοβός με διάφορες σημασίες (ρήμα λέπω). Λέμε: έβαλα και δυο λοβιά σκόρδο στο φαΐ. Οι λοβοί ή τα λοβιά σε μας είναι τα μέρη που αποτελούν την κεφαλή (το κεφάλι) του σκόρδου. Πολλά κεφάλια κάνουν (επειδή πλέκονται) την πλέχτρα.
Ο Μαμαλούκας (υιός) στην εφημερίδα του “Λευκάς” (φύλλο 606) σε σχόλιο του με τίτλο “Μέλι και σκόρδα” μπερδεύει τα λόβια με τις σκελίδες ενώ είναι το ίδιο πράγμα, λέγοντας “αμφιβάλλω αν τα εν λόγω χάπια (σκόρδου του φαρμακείου) έχουν περισσότερο από 1-2 λουβιά της σκελίδας (θέλει να πει του κεφαλιού) του σκόρδου).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Λουβὶ (λούβιον)· ἡ σπερματοθήκη τῶν ὀσπρίων καὶ τῶν σκορόδων.