Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λούτος -α

ο αφηρημένος, ο απογοητευμένος, λόγω οικογενειακών βασάνων ή λόγω ασθενείας. “Είναι από προχθές λούτος, κάτι του συμβαίνει”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Λοῦτος -α (Ἱ. lutto) = οἱονεὶ πενθῶν, ἄβουλος καὶ ἀφῃρημένος λόγῳ παθήσεως ἢ ἀπογοητεύσεων.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.