λούτος -α
ο αφηρημένος, ο απογοητευμένος, λόγω οικογενειακών βασάνων ή λόγω ασθενείας. “Είναι από προχθές λούτος, κάτι του συμβαίνει”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λοῦτος -α (Ἱ. lutto) = οἱονεὶ πενθῶν, ἄβουλος καὶ ἀφῃρημένος λόγῳ παθήσεως ἢ ἀπογοητεύσεων.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης