λούσο
Πληθυντικός λούσα. Ιταλικής προέλευσης λέξη, χρησιμοποιούμενη συνήθως στον πληθυντικό, τα λούσα, τα στολίδια (γυναικών συνήθως). Η λέξη είναι lusso από το λατινικό luxus-πολυτέλεια. Αυτό που λέμε σήμερα γαλλιστί λουξ (luxe). Αυτόν που είναι περιποιημένος τον λέμε λουσάτο.