Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λουρίτης (ο)

μεγάλο φίδι και λαίμαργο – δεν είναι δηλητηριώδες – που καταπίνει άνετα τα μικρά πουλιά, όπως και τα αυγά. Όταν χορτάσει “χάσκει” στον ήλιο από την πολυφαγία.
Βαλαωρίτης, Φωτεινός, Α΄:” …εσύ, θελέσι, στέκεσαι και βλέπεις τη σπορά μας / να την πατούν οι αλλόφυλοι και χάσκεις σαν λουρίτης! / Ου! να χαθείς! Μ΄ εντρόπιασες! Δεν είσαι Λευκαδίτης!”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Λουρίτης /ὁ/ (λῶρος, Ἰ. lurco;) = ὄφις εὐμεγέθης, λαίμαργος ἀλλ᾿ ἀνιοβόλος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.