λούγκα (η)
η διόγκωση των αδένων της μασχάλης.
Η λούγκα γιατρευόταν με επαλείψεις με χοιρινό ξύγκι, λυτό λεγόμενο, και με σχετικό ξόρκι πάντοτε: “Εξόρκι δια λούγκα: Τη σταυρώνεις με το αδράχθι και λες: η δρούγα και η λούγκα πάει στην πόλη / και η δρούγκα εγύρισε / και γη λούγκα εχάθηκε”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λοῦγκα /ἡ/ (λαγών; Ἰ. lago, languire;) = διόγκωσις ἢ φλεγμονὴ τῶν ὐπὸ τὴν μασχάλην ἀδένων.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης