Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λούγκα (η)

η διόγκωση των αδένων της μασχάλης.
Η λούγκα γιατρευόταν με επαλείψεις με χοιρινό ξύγκι, λυτό λεγόμενο, και με σχετικό ξόρκι πάντοτε: “Εξόρκι δια λούγκα: Τη σταυρώνεις με το αδράχθι και λες: η δρούγα και η λούγκα πάει στην πόλη / και η δρούγκα εγύρισε / και γη λούγκα εχάθηκε”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Λοῦγκα /ἡ/ (λαγών; Ἰ. lago, languire;) = διόγκωσις ἢ φλεγμονὴ τῶν ὐπὸ τὴν μασχάλην ἀδένων.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.