Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λοσταρία

Λοσταρία /ἡ/ (Ἰ. l’osteria, T. λοσταρία) = καπηλεῖον, ἀκαταστασία, εὐτέλεια ἐπιπλοσκευῆς.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.