λοσταρία 09 Φεβ, 2017 Λ 0 Σχόλια 0 Λοσταρία /ἡ/ (Ἰ. l’osteria, T. λοσταρία) = καπηλεῖον, ἀκαταστασία, εὐτέλεια ἐπιπλοσκευῆς.