λογυρίζω
κινούμαι διαρκώς απ΄ τη μια δουλειά του σπιτιού στην άλλη. φράση:”λογυρίζεις και λογυρίζεις, κάτσε να σε δούμε και λίγο”.
Σε μοιρολόγι του νησιού: “Ωχ τι με λογυρίζετε σαν κι ήρθα από τον Άδη. / Κι εγώ τώρα συντάζομαι να πάω στον κάτω κόσμο.” (Δημοτικά Τραγούδια της Λευκάδας, σελ 153).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λο(γ)υρίζω (ὅλος-γῦρος, γυρόω -ίζω) = περιφέρομαι διαρκῶς, τριγυρίζω, περιτρέχω, περιπολῶ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης