Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λο(γ)ένι

Λο(γ)ένι /τὸ/ (Π. Τ. λεγέν, Σ. λεγκέν, Ἀλ. λjεγjέν-ι) = λεκάνη τοῦ νιψίματος, χέρνιβον, νιπτὴρ φορητός.
λοένι / λογένι

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.