λογαριασμός (ο)
- από τη λέξη έχομε μερικές ιδιωματικές φράσεις: “Δε βρίσκεις άκρη και λογαριασμό!” – “Δε σου βρίσκω λογαριασμό” , δηλ. δε σου βρίσκω άκρη, τι θέλεις, τι κάνεις. – “Εμείς οι δυο θα λογαριαστούμε” – “Δεν έχω λογαριασμούς με κανένα”, δηλ. δεν έχω μπερδέματα, διαφορές. – “Τον έβαλα σε λογαριασμό” = τον έβαλα στο σωστό δρόμο.
- διέξοδος, τέλος, λύση.