λόμπος (ο)
μεγάλη λούμπα. Οι λόμποι ήταν γνωστοί σε κάθε χωριό και πολύ χρήσιμοι για πλύμα, πότισμα ζώων και άλλες πολλαπλές ανάγκες. Έχομε και τους μικρούς λόμπους που παίζοντας έφκιαναν τα παιδιά.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λόμπος (λομβός; Ἰ. libare;) = ὄρυγμα, κοίλωμα, λίμπα πλήρης ὕδατος ἢ ἄλλου περιεχομένου.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Λόμπος (λέμβος) μικρὰ δεξαμενή, εἴτε φυσικῶς ἐκ τῶν λιμναζόντων ὑδάτων σχηματισθεῖσα, εἴτε τεχνικῶς ἐσκαμμένη. Οἱ παῖδες συνήθως σκάπτουσι λόμπους… διὰ νὰ ὀλισθαίνωσιν οἱ διαβᾶται.
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός