Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λίβελο (το)

μίσθωση εδαφονόμιον, εμφύτευση.
“Επλήρωσα το λίβελο του σπητιού δίο χρονόνε, λ(ίρες) 24″ (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας- έγγραφος λογαριασμός από 1744-1758).
Καταγραφή του 1718, Νο3 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας): ” … Εις το οποίον σπήτι του πρέντζηπε λείτρες μονέδες επτά του κάθε χρόνου¨.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Λιβέλο /τὸ/ ἀρχ. (Ἰ. livello) = ἐδαφονόμιον, μίσθωσις.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


βλ. λίβελο περπέτουο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.