λιθοπάτημα (το)
είδος κάλου στο πέλμα του ανθρώπου.
“Απ΄ το πήγαινε έλα έβγαλα το λ΄θοπάτημα”.
Κατάρα: “Να βγάλ΄ς το λιθοπάτημα, να μην ξαναπεράσει εδώθε”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λέμε “έβγαλα το …” (από το πολύ περπάτημα). Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ετυμολόγηση.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης