Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λειψό

Λειψό § τὸ ἐναντίον τοῦ ἀνεβατό, (ἰδ. τὴν λ.). Λέγεται ἐπὶ ἄρτου μὴ ἐπιτυχόντος τὴν ζύμωσιν καὶ ἔψησιν.

Σημ. Ἐκ τοῦ λείπω, λείψω. Εὔχρ. ἡ λ. παρὰ τοῖς χωρικοῖς.

βλ. και λειψή (η)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.