λειψό
Λειψό § τὸ ἐναντίον τοῦ ἀνεβατό, (ἰδ. τὴν λ.). Λέγεται ἐπὶ ἄρτου μὴ ἐπιτυχόντος τὴν ζύμωσιν καὶ ἔψησιν.
Σημ. Ἐκ τοῦ λείπω, λείψω. Εὔχρ. ἡ λ. παρὰ τοῖς χωρικοῖς.
βλ. και λειψή (η)
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!