Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λιόσμος (ο)

το λιόζουμο, το μαυρόχρωμο κατάλοιπο που βγαίνει κατά τη διαλογή του λαδιού από το σκαφίδι, όπου κατά το στύψιμο πέφτει σ΄ αυτό ανάμικτο το βραστό νερό που περιλούζουν τα τσόλια με το λάδι μαζί. Αφού μαζέψουν το λάδι μένει ο λιόσμος που βγαίνει έξω από κάποιο αυλάκι και πηγαίνει στις σούδες. Τα λιοτρίβεια της Χώρας διοχέτευαν, παρά τις απαγορεύσεις, το λιόσμο στη θάλασσα. (μουργαριά).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

Λιόσμος = τό ὑγρό πού ἐξέρχεται μετά τό στίψιμο τῶν ἐλιῶν καί τήν ἀφαίρεση τοῦ λαδιοῦ (λιόζουμο), εἶναι αὐτό πού μυρίζει ὅταν περνοῦμε κοντά ἀπ᾿ τά ἐλαιοτριβεῖα.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.