λιόσμος (ο)
το λιόζουμο, το μαυρόχρωμο κατάλοιπο που βγαίνει κατά τη διαλογή του λαδιού από το σκαφίδι, όπου κατά το στύψιμο πέφτει σ΄ αυτό ανάμικτο το βραστό νερό που περιλούζουν τα τσόλια με το λάδι μαζί. Αφού μαζέψουν το λάδι μένει ο λιόσμος που βγαίνει έξω από κάποιο αυλάκι και πηγαίνει στις σούδες. Τα λιοτρίβεια της Χώρας διοχέτευαν, παρά τις απαγορεύσεις, το λιόσμο στη θάλασσα. (μουργαριά).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λιόσμος = τό ὑγρό πού ἐξέρχεται μετά τό στίψιμο τῶν ἐλιῶν καί τήν ἀφαίρεση τοῦ λαδιοῦ (λιόζουμο), εἶναι αὐτό πού μυρίζει ὅταν περνοῦμε κοντά ἀπ᾿ τά ἐλαιοτριβεῖα.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής