λιοντάνα (η)
το αρωματικό φυτό λαδανιά, λάδανο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λιοντάνα /ἡ/ (λῆδος, λάδανον) = ποικιλία τοῦ ποώδους ἀρωματικοῦ φυτοῦ «κίστος», λαδανιά, λεουδιά, ληονιά.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης