λειωμένος
ρήμα, λειώνω. Εδώ, αυτός που χάνει βάρος, αδυνατίζει. Υβριστικό, για μας ο λειωμένος. Προέρχεται από το αρχαίο λειώ (-όω) κι αυτό από το λείος, ίσιος (κατά Φιλίντα, από το λιγώνω). Από δω και το λειώμα (όχι λυώμα), έγινε λειώμα. Άλλοι (Ψυχάρης) το πηγαίνουν στο λύω. Όταν εμείς λέμε έλειωσα εννοούμε δεν έχω δυνάμεις. Και ο νεκρός λειώνει (όχι λυώνει) διαλύεται. (Δημητράκος). Πολλά, όπως λειώνω (σαπίζω) στη φυλακή, στο Μπαμπινιώτη.