λιοκόκκι (το) καί ληοκόκκι
το συμπαγές φύλλο πεπιεσμένου πολτού ελαιοκάρπου όπως βγαίνει από τα σφυρίδια ή τα τσόλια, άλλως ελαιοπυρήνας ή σβεντίνα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ληοκόκκι /τὸ/ (ἐλαία-κόκκος) = τὸ μετὰ τὴν ἔκθλιψιν τῶν ἐλαιῶν ἀπομένον στερεὸν μάγμα, ἐλαιοπυρήν, ληοκούκουτσο.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Λῃοκόκκι ἐλαιόκοκκος.
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός
Ληοκόκκια § ἐλαιοκόκκια, οἱ ἐν τῷ ἐλαιοτριβείῳ ἐναπομένοντες κόκκοι τῶν ἐλαιῶν.
Σημ. ἰδ. Σύλλ. 5. 27.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου