λινοβρόχι (το)
μεγάλος λόμπος τρεχούμενου νερού, δίπλα σε λαγκάδια ή πηγή, φκιαγμένος ή διαμορφωμένος για συγκεκριμένο σκοπό: το βρέξιμο του λιναριού. Μερικοί στα χωριά είχαν δικά τους λινοβρόχια. Οι περισσότεροι όμως έχωναν τα λινάρια τους σε κοινά λινοβρόχια. Εκεί έριχναν τα δεμάτια του λιναριού και τα πλάκωναν με πέτρες, για να μη βγουν στην επιφάνεια. Μετά από 15 μέρες τα ΄βγαζαν και τα έλιαζαν.
τοπωνύμιο: στα Λινοβρόχια.