λινάτσα (η)
το υποπροϊόν του λιναριού. Κατά σειρά ποιότητας του λιναριού για γνέσιμο, έχομε: σκούλινο, ψιλοκρόκιδο, κροκίδια, λινάτσα. Τη λινάτσα την κοπάνιζαν, την έγνεθαν κατόπιν, και με το νήμα της έφκιαναν στον αργαλειό πρόχειρες στρώσεις.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
το υποπροϊόν του λιναριού. Κατά σειρά ποιότητας του λιναριού για γνέσιμο, έχομε: σκούλινο, ψιλοκρόκιδο, κροκίδια, λινάτσα. Τη λινάτσα την κοπάνιζαν, την έγνεθαν κατόπιν, και με το νήμα της έφκιαναν στον αργαλειό πρόχειρες στρώσεις.