Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λινάτσα (η)

το υποπροϊόν του λιναριού. Κατά σειρά ποιότητας του λιναριού για γνέσιμο, έχομε: σκούλινο, ψιλοκρόκιδο, κροκίδια, λινάτσα. Τη λινάτσα την κοπάνιζαν, την έγνεθαν κατόπιν, και με το νήμα της έφκιαναν στον αργαλειό πρόχειρες στρώσεις.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.