λιμοξίφτερο (το)
είδος μικρού αετού που ζει στα Ακαρνανικά βουνά.
μεταφορικά: ο επιτήδειος, ο παλικαράς, ο σβέλτος, ο αητονύχης.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λ(ι)μοξίφτερο /τὸ/ (λιμός, λύμη-ἑξάπτερον) = εἶδος ταχυπετοῦς ἱέρακος, ἄνθρωπος ἐπιτήδειος καὶ δραστήριος, ἀητονύχης.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΥΡΝΑΡΑΣ -
αρα η φραση ‘επεσαν στο φαγητο σαν τα λιμοξιφτερα’
δεν ειναι και τοσο σωστη?