λιμοψείρι (το)
η κοτόψειρα, η ψείρα που πιάνει τα πουλερικά. Για να τινάξουν από πάνω τους το λ΄μοψείρι οι κότες πέφτουν και κυλιούνται στα χώματα και ύστερα τινάζουν τα φτερά τους.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λ(ι)μοψεῖρ(ι) /τὸ/ (λιμός, λύμη-φθεὶρ) = ψεῖρα τῶν πουλερικῶν, κοττόψειρα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Λιμοψεῖρι = ψείρα τῶν πουλερικῶν καί σπανιότερα ἄλλων ζώων πού πολλαπλασιάζεται πολύ γρήγορα.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής