Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λιμοκομμένος -η -ο και λ(ι)μοκαμένος -η -ο

ο λιμασμένος, ο αχόρταγος, ο φαγάς. “Επέσανε στο φαΐ όλοι σαν λιμοκομμένοι”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Λ(ι)μοκαμένος -η -ο (λιμός-καίω) = λιμασμένος, πειναλέος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Λιμοκαμένος = λιμασμένος, ἀπ᾿ τό λιμό, λιμοκαμένος τῆς πείνας (λυσσασμένος τῆς πείνας).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.