λιμαζω
πεινάω, στερούμαι τροφής.
Φράσεις: “Ελίμαξα από την πείνα” – “Θα λιμάξουμε το ψωμάκι”.
Πρόληψη: “μην το πετάς το ψωμάκι, γιατί θα μας το στερήσει ο Θεός και θα λιμάξουμε από την πείνα” – “Σα λιμασμένος κάνεις”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λ(ι)μά(ζ)ω (λιμαίνω) = πάσχω ἁπὸ λιμόν, πεινῶ ἐν συνεχείᾳ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης