λειματίδα (η)
το πολύ μικρό κομμάτι, το τρίμμα, το υπόλειμμα.
Λέγεται για τους αδύνατους και λιπόσαρκους ανθρώπους.
φράση: “Δεν έχει λειματίδα απάνω του” = είναι πολύ αδύνατος. Το ίδιο ισχύει και για τα σκελετωμένα ζώα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λ(ει)ματίδα /ἡ/ (λεῖμμα -ατὶς) = λείψανον, ὑπόλοιπον, ἀπομεινάρι (ἄλλειμμα -άτιον) = λῖπος, πάχος, οὐσία.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Λειμματίδα.: “Δεν έχει λειμματίδα απάνω του …”.
Κατά την προφορά στο χωριό ακούγεται προ του “μ” και ελαφρά το “ι” (οι της πόλης προφέρουν το “λ” παχύ κολλημένο στο “μ”).
Σαφέστερος στην ετυμολοία του ο Μπαμπινιώτης. Από το ρ. αλείφω έχουμε το άλειμμα, που στη γ΄περίπτωση σημαίνει (ειδικότερα) το ζωικό ή φυτικό λιπος, συνώνυμο με το πάχος, ξίγκι.
Επομένως, “δεν έχει λειμματίδα (με δυο “μ”): είναι πολύ αδύνατος, ξερακιανός.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης