λιλί (το)
- τα μικροπράγματα που κρεμούν στη κούνια του μωρού (αθύρματα). “Παίζει με τα λιλιά του”.
- μεταφορικά: τα ψεύτικα στολίδια, παράσημα, μετάλλια κλπ που κρεμούν μερικοί στο στήθος τους. “Έβαλες τα λιλιά σου βλέπω¨.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!