λιγκρίζω 07 Φεβ, 2017 Λ 0 Σχόλια 0 Λιγκρίζω (Λ. ligurio) = ἐποφθαλμιῶ μὲ μάταιον πόθον ξένον ἐπιθυμητὸν πρᾶγμα.