Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λίγκρι (επιφών.)

επιφώνημα που εκφράζει αθώα χαιρεκακία μεταξύ παιδιών.

Όταν τρώγει κάποιος μια νοστιμιά και φωνάζει στον άλλον: “λίγκριιι …”, δηλ, να ..ζήλεψε, αν θέλεις … Ο ζηλεύων λέμε ότι λιγκρίζει.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Λίγκρι /ἐπιφ./ (Λ. ligurio) = εἰρωνικὴ ἐπίδειξις λιχνεύματος ἢ ἄλλου ἐπιθυμητοῦ πράγματος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.