Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λιγερή

Λιγερὴ § ὡραία. Μιὰ λιγερὴ διαζόντανε νὰ ’φάνῃ τὸ πανίτση. (ᾎσμ. 17ον).

Σημ. Αὐτὸ τὸ ἀρχαῖον λιγυρὸς (Σύλλ. 30). Ἡ λ. εὔχρ. παρὰ τοῖς χωρικοῖς.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.