λιμπρέτο (τό) 09 Φεβ, 2017 Λ 0 Σχόλια 0 λιμπρέτο (τό): μισάνοιχτα συνήθως ἐξώφυλλα, ἐλεύθερα, (BEN. libretto=βιβλιαράκι).