Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λιμπαδιάζω

αφαιρώ μέρος του υγρού που περιέχει ένα δοχείο γεμάτο ξέχειλο.
Μεταφέρω μέρος του υγρού (κρασί, λάδι, κλπ) από ένα δοχείο σε άλλο.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Λιμπαδειάζω (Ἰ. Libare, λοιπός; -«ἀδειάζω») = ἐκκενῶ ἐν μέρει δοχεῖον πλῆρες.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.