Λη (επιρρ.)
λέξη άγνωστης σημασίας και προέλευσης. Χρησιμοποιείται σε μερικά παιδικά παιχνίδια, όπου ένας παίχτης βγαίνει έξω από τον κύκλο του παιγνιδιού και του λένε “κάτσε λη” ή “είμαι λη”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λῆ (ληίς, Τ. λῆ) = προσκαίρως ἀμέτοχος τῆς παιδιᾶς, ἐν προσωρινῇ διαθεσιμότητι, πίσω ἀπ᾿ τὴ γραμμὴ τῶν παιζόντων. «μένω λῆ».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης