λενιάμι (το)
ξυλεία οικοδομών.
φράση: “Το καράβι εξεφόρτωσε ξυλεία στην παραλία και γέμισε ο τόπος λενιάμι”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λενιάμι /τὸ/ (Ἰ. legname) = ξυλεία οἰκοδομήσιμος ἢ ἐμπορεύσιμος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
λενιάμι (τό): ξυλεία, (BEN. legname).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου
Η ξυλεία. Καθαρά ιταλική λέξη. legname.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Ο Παναγιώτης Ματαφιάς στο: “Απ΄ τον Αη Μηνά ίσαμε τον Πόντε” το αναφέρει ως “λενιάμε”
Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε