λέλα
Λέλα /ἡ/ (ὑποκορ. τῆς λέξ. καραμέλλα) = καραμέλλα ἀπὸ σιρόπι ζακχάρεως εἰς σχῆμα τετραγώνου πλακιδίου (καραμέλλα τῆς πλάκας).
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Λέλα /ἡ/ (ὑποκορ. τῆς λέξ. καραμέλλα) = καραμέλλα ἀπὸ σιρόπι ζακχάρεως εἰς σχῆμα τετραγώνου πλακιδίου (καραμέλλα τῆς πλάκας).