λεφούσι (το)
μέγα πλήθος πτηνών, ζώων, ανθρώπων. “Έπεσε λεφούσι … “.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λεφοῦσι /τὸ/ (λαφύσσω) = σμῆνος ἀδηφάγον, πλῆθος ἐπικίνδυνον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
μέγα πλήθος πτηνών, ζώων, ανθρώπων. “Έπεσε λεφούσι … “.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λεφοῦσι /τὸ/ (λαφύσσω) = σμῆνος ἀδηφάγον, πλῆθος ἐπικίνδυνον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης