λαύριο (το)
αφθονία αγαθών, ο πλούτος (απήχηση από τον πλούτο των μεταλλείων του Λαυρίου).
φράση: “Το σπίτι μας τότε ήτανε σωστό λαύριο” – “Αυτό το χωράφι είναι λαύριο, όσο το σπέρνεις τόσο αποδίδει” – “Αυτός ο άνθρωπος είναι λαύριο”, δηλ. πολύ εργατικός, αποδοτικός.