λαθύρι (το)
όσπριο δεύτερης κατηγορίας. Βοτανολογικά ανήκει στο γένος του βίκου. Στην Ελλάδα φυτρώνουν 18 είδη: στη Λευκάδα το λαθύρι καλλιεργείται σε ευρεία έκταση στη θέση “Λιβάδι της Καρυάς” και είναι εύγευστο. Στο νησί θεωρείται τροφή του φτωχού, ενώ σε πολλές περιοχές της Ελλάδας το σπέρνουν για τροφή των ζώων και θεωρείται περιφρονητικό όσπριο για τον άνθρωπο.
Βαλαωρίτης, Αθανάσιος Διάκος, Β΄”θα μείνει μαύρη χήρα / η γη μας η ταλαίπωρη και τα κοιλάρφανά της, θα μάθουν να χορταίνουμε λαθύρια, βρακανίδαις“. Σχόλιο του ιδίου: “Λαθύρια = όσπριον εκ των ευτελεστέρων”.
Τα λαθύρια τα χρησιμοποιούσαν παλιά και για θεραπευτικά σκευάσματα: σε χειρόγραφο γιατροσοφικό κώδικα διαβάζομε: “Δια να θεραπεύσεις σπασμένον (σημ.: από κατεβασμένη κήλη): Έπαρε ένα πιάσμα αλεύρι από λαθύρια, κάμε ένα τηγανίτη με ένα αυγόν και ας τρώγει ταχύ και βράδυ ημέρες δεκαπέντε.” ( Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ 87/72).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λαθῦρι /τὀ/ = τὀ ὄσπριον «λάθυρος».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Λαθύρι = τό λαθούρι, εἶδος ὀσπρίου πού μοιάζει μέ μπιζέλι.
Λαθύρια, τα: (υποκορ. του λάθυρος) = είδος οσπρίων το οποίον φύεται στο λιβάδι της Καρυάς και του Αλεξάνδρου, συγγενές με τον αρακά. Προφανώς ως «λάθυρος» ονοματοδοτείται εκ των πολλών χρωματικών στιγμάτων τα οποία φέρει. Για τον ίδιο λόγο και η όρνιθα, με τα πολύχρωμα στίγματα στο πτέρωμά της, λέγεται «λαθύρω» .
Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα