λαρώνω
ησυχάζω, σωπαίνω.
φράση: “δε λάρωσε όλη τη νύχτα, όλο έκλαιγε” – “λάρωσε, παιδί μ΄, τώρα και μας επήρες τ΄ αυτιά”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λαρώνω (ἰλαρὸς -ύνω) = ἠρεμῶ, καταπραΰνομαι, ἡσυχάζω, σιωπῶ: «λάρωσε μωρὲ τώρα».
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ησυχάζω. Λέμε “δε λάρωσε αυτό το παιδί ολ΄ νύχτα” (απ το κλάμα).
Η ρίζα του είναι απ΄ το αρχαίο ρήμα ιλάσκομαι (εξιλεώνω, καταπραΰνω) απ΄όπου το ιλαρώ, ιλαρύνω και το νεοελληνικό λαρώνω, μουδιάζω, κατευνάζω (ησυχάζω). – Βλ. λεξικό ρημάτων Παπανικολάου. Ιλαρός θα πει φαιδρός, ευχάριστος.
Θυμόμαστε εδώ και το εκκλησιαστικό “φως ιλαρόν” που θα πει φαιδρόν, εύθυμον, ευχάριστον). Εύχρηστο και το γλαρώνω (Σταματάκος – καταλαμβάνομαι από υπνηλία, νυστάζω), από το ιλαρώνω (γλάρος).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Λαρώνω = σταματῶ τίς φωνές ἤ τή δράση. Δέν λάρωσε τό παιδί ὅλη τή νύχτα (δέν σταμάτησε τό κλάμα ὅλη τή νύχτα). Ἡ λέξη δέν ἔχει σχέση μέ τό ρῆμα γλαρώνω.