λάπη (η)
το μολύβι γραφής, παλιότερα το μολυβοκόντυλο.
φράση: “Γυρίζει με τ΄ λάπ΄ στ΄ αυτί και κάνει το μεγάλο μάστορα”. Συνδυασμός πένας και λάπης = πενολάπη.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λάπ(η) /ἡ/ (Ἰ. lapis) = μολυβδίς, μολυβδοκόνδυλον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Λάπη = τό μολύβι πού γράφουμε.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής