Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λάπατο (το)

λάχανο ποώδες, κοινώς αγριοσέσκουλο.
Φύεται μόνο του στους κήπους, αλλά και καλλιεργείται. Το λάπατο το βάζουν σε μικρές ποσότητες σε λαχανόπιτες. Έχομε δύο ειδών, το ήμερο και το άγριο.
Το φυτό αυτό έχει και θεραπευτικές ιδιότητες. Σε χειρόγραφο γιατροσόφι (Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ 90) διαβάζομε: “α) Λάπατο γήμερο. Περί λαπάτου, και έχει ενέργειες πολλές. Ειδέ τις δαγκάσθη υπό όφεως αλείφοντας γιαίνεται”. β) “Αγριολάπατο, τον σιπόρον του αγριολάπατου να το θέσει η γυναίκα να φανεί ως παρθένος του αντρός (της)”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Λάπατο /τὸ/ = τὸ ποῶδες φυτὸν λάπαθον, ξυνολάπαθο, ἀγριοσέσκουλο.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Οι λαχανόπιτες στο χωριό έχουν απαραίτητα λάπατα. Το λάπαθο ή λάπατο (αγριοσέσκουλο) εκτός του ότι έχει και θεραπευτικές ιδιότητες, τις οποίες περιγράφει ο Κοντομίχης στο βιβλίο του Λαίκή Ιατρική στη Λευκάδα, σελ. 90, έχει και μια άλλη: Η ρίζα του είναι “φάρμακον εκτρωτικόν” (Εις πόμα-ποτόν-εκτρωτικόν-κατά τον πατέρα της ιστρική Ιπποκράτη, βιβλ. VIII, 220). Ο ιατρός Μωϋσείδης το αναφέρει στο βιβλίο του: “Οι εκτρώσεις κατά την αρχαιότητα” (1926) σελ. 39.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.