λαο(υ)ρέντες
Λαο(υ)ρέντες /ὁ/ (Ἰ. lavorente) = βοηθὸς τεχνίτου (ἰδίᾳ κτίστου), ἀνειδίκευτος ἐργάτης.
λαορέντες / λαουρέντες
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
λαο(υ)ρέντες (ὁ): ἐργάτης χειρώναξ, οἰκοδόμος βοηθός, (BEN. laorante, IT. lavorante).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου