Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λαο(υ)ρέντες

Λαο(υ)ρέντες /ὁ/ (Ἰ. lavorente) = βοηθὸς τεχνίτου (ἰδίᾳ κτίστου), ἀνειδίκευτος ἐργάτης.
λαορέντες / λαουρέντες

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


λαο(υ)ρέντες (ὁ): ἐργάτης χειρώναξ, οἰκοδόμος βοηθός, (BEN. laorante, IT. lavorante).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.