λάντσα
Λάντσα /ἡ/ (Ἰ. lago-gia) = πολτὸς ἄμμου καὶ ἀσβέστου διὰ κτίσιμον, λάσπη τοῦ κτισίματος, (Ἰ. lancia) = λέμβος, βάρκα, λόγχη.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Λάντσα /ἡ/ (Ἰ. lago-gia) = πολτὸς ἄμμου καὶ ἀσβέστου διὰ κτίσιμον, λάσπη τοῦ κτισίματος, (Ἰ. lancia) = λέμβος, βάρκα, λόγχη.