λανάρι ή λωνάρι (το)
ξυλόχτενο με μεγάλα όρθια καρφιά σε σχήμα φαρασιού, με πλατεία χειρολαβή, στη μέσα επιφάνεια του οποίου προβάλλουν μυτερά καρφιά μήκους 0,80 εκ. περίπου.
Με το λωνάρι κάμουν το ξελίνισμα στο λινάρι, δηλ. καθαρίζουν το μαγλανισμένο λινάρι από τα λινόξυλα.
Η γυναίκα που λωναρίζει είναι καθιστή με τα πόδια κατευθείαν μπροστά. Το λωνάρι το τοποθετεί πάνω στα πόδια της με το πλατύ μέρος προς τ’ απάνω: Ένας ξύλινος άξονας, περασμένος σε σκοινάκι που δένεται σε τρύπα της λαβής του λωναριού, συγκρατεί το σύνεργο ακίνητο. Το λωνάρι χτενίζει το λινάρι.
Για τα μαλλιά έχουν τσιγκριά.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λανάρ(ι) καί λωνάρι /τὸ/ (Ἰ. lanaio) = τὸ ἕτερον τοῦ ζεύγους σανιδίνων πλακῶν φερουσῶν εἰς τὸ ἔσω μέρος σιδηρᾶς ἀκίδας διὰ τῶν ὁποίων ἀντιθέτως συρομένων ξαίνεται τὸ μεταξύ των ἐντιθέμενον ἔριον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Λανάρι = ἐργαλεῖο ἀπό δύο ξύλινες πλάκες γιά τό ξύσιμο μαλλιῶν ἀπ᾿ τά πρόβατα.