λαμνί (το)
ο σωρός του σιταριού στο αλώνι, μετά το ανέμισμα, σε σχήμα παραλληλόγραμμο.
Το λαμνί μεταβάλλεται κατόπιν σε σχήμα κώνου, το λεγόμενο “σωρό”. Το σωρό τον “σταυρώνουν” έπειτα με ένα αλωνόφκιαρο, από πάνω προς τα κάτω, και τέλος το μπήγουν στην κορυφή του σωρού.
Λαμνί λένε και το σωρό της σταφίδας.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λαμνὶ /τὸ/ (Ἰ. lamina) = βλαστός, τρυφερὸν στέλεχος, φύλλον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης