Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λαμνί (το)

ο σωρός του σιταριού στο αλώνι, μετά το ανέμισμα, σε σχήμα παραλληλόγραμμο.
Το λαμνί μεταβάλλεται κατόπιν σε σχήμα κώνου, το λεγόμενο “σωρό”. Το σωρό τον “σταυρώνουν” έπειτα με ένα αλωνόφκιαρο, από πάνω προς τα κάτω, και τέλος το μπήγουν στην κορυφή του σωρού.
Λαμνί λένε και το σωρό της σταφίδας.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Λαμνὶ /τὸ/ (Ἰ. lamina) =  βλαστός, τρυφερὸν στέλεχος, φύλλον.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.