λάμια (η)
Η αρχαία παράδοση θέλει τη λάμια σαν αιμοβόρο τεράστιο τέρας με μορφή γυναικός. Ο απόηχος της έφτασε ως εμάς με μεταφορική σημασία = γυναίκα κακούργα και άσκημη”. Λέμε μάλιστα τη φράση: “Αυτή δεν είναι γυναίκα, είναι λάμια. Θεός φυλάξοι”.
Οι ψαράδες του νησιού λένε λάμιες τα μεγάλα ψάρια, όπως τους καρχαρίες και τα σκυλόψαρα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λάμ(ν)ια /ἡ/ (λάμια, λάμνα) = ὑπερφυσικὸν τέρας, καρχαρίας, σκυλόψαρο.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης