Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λακάω και λακίζω

φεύγω τρέχοντας για να αποφύγω κάποιον κίνδυνο.
φράση: “Μόλις είδαμε τον δραγάτη ελακήσαμε” – “Όταν η αλεπού άκουσε σκύλο ελάκησε”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Λακάω (λακίζω) = ἀπελευθεροῦμαι διὰ δραπετεύσεως, σώζομαι διὰ τῆς φυγῆς, δραπετεύω, ἀπομακρύνομαι δρομαίως.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Λακώ και λακίζω θα πει φεύγω τρεχάτος. Στα αρχαία το λακώ σημαίνει και διαρρηγνύομαι, σκίζομαι (Ανδριώτης). Με την έννοια αυτή σχετίζεται και το περιστατικό της Καινής Διαθήκης, που αφορά στον Ιούδα, ο οποίος μετά την προδοσία “πρηνής γενομένης ελάκησε μέσος”, χύθηκαν δηλαδή τα σπλάγχνα του έξω (πραξ. α_18).

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Λακίζω τρέπω εἰς φυγήν, καταδιώκω. Ξελακίζω ἐκβάλλω τινὰ ἐκ τῆς θέσεώς του καὶ τὸν καταδιώκω, ἴσον τῷ τῶν ἀπομάχων τζακίζω. Φρ. τὸ ἀσκέρι μας ἐτζάκισε = ἐτράπη εἰς φυγήν· – τοὺς ἐτζακίσαμε = ἐτρέψαμεν.

Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.