Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λάγκερο (το)

ελαφρό κρασί που βγαίνει από τα τσίπουρα του βαρτζαμιού – που έτσι κι αλλιώς θα τα πετούσαν με το τραβεζάρισμα. Στο σπίτι του χωριού το ΄πιναν μικροί μεγάλοι, γιατί ήταν πολύ ελαφρό κρασί. Είναι ο “στεμφυλίας οίνος”, ο “λάκυρος οίνος” των αρχαίων. Το λάγκερο έβγαινε με το στύψιμο των τσίπουρων που έμεναν στα βαγένια μετά το βράσιμο του μούστου, που γινόταν γιοματάρι. Το στύψιμο γινόταν στο χειροποίητο και χειροκίνητο πιεστήριο, το τρόκολο.  Λάγκερο έχομε και πρώτο και δεύτερο. Το πρώτο ήταν ανέρωτο, το δεύτερο νερωμένο.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Λάγκερο /τὀ/ (λακερός; Ἰ. leggero) = oἶνος ἐλαχίστου βαθμοῦ εἰς οἰνόπνευμα προερχόμενος ἐκ διαβροχῆς τῶν στεμφύλων δι᾿ ὕδατος.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


“Το ελαφρό κρασί που έβγαινε από τα τσίπουρα του βαρτζαμιού” (Κοντομίχης). Η λέξη από το ιταλικό leggero (ελαφρύς). και η ελαφριά γερμανική μπύρα Lager. Διόρθωση: Από το λάκυρος (Ησύχιος – “στεμφυλίας οίνος”, δηλ. η λάγκερη) και από δω το δικό μας λάγκερο (στόεμφυλα, τα τσίπουρα). Το “λακερός” του Λάζαρη καμία σχέση.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Λάγκερο = εὐτελής οἶνος ἀποτελούμενος ἀπό τό στύψιμο τῶν τσίπουρων, πού παραμένουν μαζί μέ τό νερό μέσα στό βαρέλι.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Λάγγερο ἴδε γιωματάρι.

Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός


 Λάγκερο, το: είδος λευκαδίτικου οίνου, εκ του ρ. λαγαρίζω-σω = χαλαρώνω, λαγαρός, «λάκυρος οίνος», λάγνος, (αρχ. ρ. λαγαίω), (λατ. lang-ueo).

Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.