λαδορόϊ
Λαδορόϊ (ἔλαιον-ρέω) = λευκοσιδηροῦν σκεῦος εἰδικὸν διὰ τὸ ἔλαιον μὲ προέχων σωληνωτὸν στόμιον ἀπαραίτητον διὰ τὰς λαϊκὰς οἰκογενείας.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Λαδορόι = μεταλλικό ἤ πλαστικό ἐπιτραπέζιο δοχεῖο λαδιοῦ.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής