Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λαδορόϊ

Λαδορόϊ (ἔλαιον-ρέω) = λευκοσιδηροῦν σκεῦος εἰδικὸν διὰ τὸ ἔλαιον μὲ προέχων σωληνωτὸν στόμιον ἀπαραίτητον διὰ τὰς λαϊκὰς οἰκογενείας.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Λαδορόι = μεταλλικό ἤ πλαστικό ἐπιτραπέζιο δοχεῖο λαδιοῦ.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.