λαχομανάω και λαχονομανάω
αναπνέω δύσκολα, ασθμαίνω.
φράση: “κάτσε λίγο να ξεκουραστείς. Εσύ λαχομανάς” – “Μ΄ έπιασε ένα λαχομανητό στον ανήφορο, παρ΄ ολίγ να πέσω”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λαχονομανάω (Ἰ. lagnamento) = πνευστιῶ, ἀσθμαίνω (ἰδίᾳ κατόπιν ἐσπευσμένης πορείας ἢ ἀναβάσεως).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Λαχομανάω = ἀγκομαχῶ, λαχανιάζω, ἀναπνέω βαθειά καί γρήγορα ὕστερα ἀπό κούραση.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής