λαχίδι (το)
τμήμα γης από μοιρασιά αδερφών. Το λένε και κλήρο.
Τοπωνύμιο: στα Λαχίδια.
Βαλαωρίτης, Φωτεινός, Γ’ “Και το λαχίδι στου Ζαχιά και τ΄ άλλο στο Σπαθάρι”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λαχίδ(ι) /τὸ/ (λάχος, Π. Τ. λὰχτ) = μερίδιον, μικρὸν τμῆμα καλλιεργησίμου γῆς προελθὸν ἐκ κληρονομικῆς διανομῆς.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
“Τμήμα γης από μοιρασιά αδερφών” (Κοντομίχης). Εύκολα καταλαβαίνει κανείς την προέλευση της λέξης από το λαχαίνω (αρχαίο λαγχάνω) απ΄ όπου και το λαχείο.
Η αναζήτηση του Λάζαρη σε περσο-τουρκικά εδάφη, άσκοπη.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης