Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λαχίδι (το)

τμήμα γης από μοιρασιά αδερφών. Το λένε και κλήρο.
Τοπωνύμιο: στα Λαχίδια.
Βαλαωρίτης, Φωτεινός, Γ’ “Και το λαχίδι στου Ζαχιά και τ΄ άλλο στο Σπαθάρι”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Λαχίδ(ι) /τὸ/ (λάχος, Π. Τ. λὰχτ) = μερίδιον, μικρὸν τμῆμα καλλιεργησίμου γῆς προελθὸν ἐκ κληρονομικῆς διανομῆς.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


“Τμήμα γης από μοιρασιά αδερφών” (Κοντομίχης). Εύκολα καταλαβαίνει κανείς την προέλευση της λέξης από το λαχαίνω (αρχαίο λαγχάνω) απ΄ όπου και το λαχείο.
Η αναζήτηση του Λάζαρη σε περσο-τουρκικά εδάφη, άσκοπη.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.